Ιουδήθ!… Ολα τα πράματα έχουνε δική τους μυρωδιά.
Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο … Streets are not safe at night. Avoidall saloons. Chagall: Ο Αρχιραβίνος.
– Ατζαμή ! Φίλησέ με.
– Μιαν άλλη φορά. Οταν ξαναβρώ τη γεύση μου.
– Την έχασες; Πού;
– Στο Barbados… Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.
– Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.
– Δεν έχω δόντια. Τ’ άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.
– Χάιδεψε.
– Ιουδήθ… Με τι χέρια… έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι στο Ικίκι… Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.
– Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξε με, λοιπόν.
– Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος, στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.
– Κοίταξέ με με τα δικά του.
– Ηταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.
Νίκος Καββαδιας, Βάρδια, Εκδόσεις Άγρα (1987)